- Κακοίλιος
- Κακο - ίλιος (ϝίλιος): sad Ilium, Ilium of evil name, Od. 19.260, , Od. 23.19.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Κακοίλιος — Κακοΐλιος , Κακοίλιος unhappy Ilios fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
Κακοίλιον — Κακοΐλιον , Κακοίλιος unhappy Ilios fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)